ΡΩΜΗ

ΡΩΜΗ

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

IL RESORGIMENTO: Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΟΤΗΤΩΝ ΣΤΗ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΥΡΩΠΗ


ΠΩΣ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΜΑΣ:


Το γαλλικό 1848 είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στο εσωτερικό της Ευρώπης, το χαρακτηριστικό των οποίων ήταν ο εθνικός χαρακτήρας. Η μεγαλύτερη δύναμη της εποχής, η Αυστροουγγαρία, είδε τους φοιτητές και τους εργάτες να στήνουν οδοφράγματα στους δρόμους της Βιέννης και να ζητούν δημοκρατικότερη διακυβέρνηση. Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος-Φερδινάνδος εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να ξεφορτωθεί τον Μέτερνιχ -η επιρροή του οποίου είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη για το θρόνο- και να υποσχεθεί στο λαό σύνταγμα, ελευθερία του τύπου και του συνέρχεσθαι καθώς και πολιτοφυλακή αστών. Τα μέτρα του αρχιδούκα δεν θα ικανοποιήσουν τους εξεγερμένους, στους οποίους έχουν τώρα προστεθεί και οι μειονότητες της αυτοκρατορίας με πρωτοστατούσα αυτή των Ούγγρων. Τα οδοφράγματα δεν θα αργήσουν τελικά να εξωθήσουν τον Φραγκίσκο-Φερδινάνδο σε παραίτηση και να οδηγήσουν στη σύγκληση Κοινοβουλίου. Κερδισμένοι της υπόθεσης είναι οι Ούγγροι, που κερδίζουν την ανεξαρτησία τους σταδιακά και συγκροτούν μια νέα χώρα με δικό της σύνταγμα, αυτοδιοίκηση και νόμισμα. Οι τελευταίοι δεν φαίνεται να διδάχτηκαν πολλά από την πρόσφατη περιπέτειά τους: φιλοδοξώντας να διαδραματίσουν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, αρνούνται την ελευθερία στα εκατομμύρια των Σλάβων που ζουν στην ουγγρική επικράτεια. Οι Σλάβοι (Τσέχοι, Σλοβάκοι, Σλοβένοι, Κροάτες, Σέρβοι) θα ξεσηκωθούν και θα πετύχουν να τους παραχωρηθεί αυτοδιοίκηση, ενώ θα καταφέρουν να πιέσουν τις καταστάσεις και μέσα στο αυστριακό κοινοβούλιο, στο οποίο, των Ούγγρων απόντων, διαθέτουν την πλειοψηφία. Μέσα σε λίγους μήνες, η κραταιά Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία δείχνει να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, δεδομένου ότι τα εκατομμύρια των Σλάβων ήδη στρέφουν τα βλέμματά τους προς τη Ρωσία.



Ο κυρίαρχος ρόλος των εθνικών ιδεών στην Ευρώπη του 19ου αιώνα εκφράστηκε με τον πιο χαρακτηριστικό, ίσως, τρόπο στις διαδικασίες ενοποίησης της Ιταλίας και της Γερμανίας, καθώς και στην ίδρυση νέων εθνικών κρατών στα Βαλκάνια. Το πρώτο, χρονικά, εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε στα Βαλκάνια του 19ου αιώνα ήταν η Ελλάδα. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, ιδίως μετά τα μέσα του, διατυπώθηκαν εθνικές διεκδικήσεις και από άλλους βαλκανικούς λαούς. Κύριο ρόλο σε αυτό έπαιξε η όλο και μεγαλύτερη οικονομική και πολιτισμική σύνδεση των Βαλκανίων με τη δυτική Ευρώπη, που είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση νέων αστικών στρωμάτων, τη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού και τη διαμόρφωση των εθνικών συνειδήσεων. Συνέβαλαν, επίσης, τα εσωτερικά προβλήματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι ανταγωνισμοί των ευρωπαϊκών Δυνάμεων στην περιοχή και η γενικότερη ανάδυση των εθνικών ιδεών στον ευρωπαϊκό χώρο.Οι Σέρβοι είχαν, και λόγω της θέσης της χώρας τους, στενή επαφή με τη Δύση. Στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν ακόμη από τους Έλληνες, οι Σέρβοι, με επικεφαλής τον Μίλος Ομπρένοβιτς, εξεγέρθηκαν εναντίον του σουλτάνου και εξασφάλισαν περιορισμένη αυτονομία (1812-1815). Στα χρόνια που ακολούθησαν, το σερβικό κράτος, υπό διάφορους ηγεμόνες, οργανώθηκε, απέκτησε σύνταγμα, διοικητικούς θεσμούς και εκπαιδευτικό σύστημα. Τελικά, η σερβική ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε από το συνέδριο του Βερολίνου (1878). Οι Βούλγαροι επιδίωξαν την εθνική τους ανεξαρτησία στρεφόμενοι, ταυτοχρόνως, εναντίον τόσο της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας όσο και της ελληνικής πνευματικής ηγεμονίας, που θεωρούσαν ότι ασκούνταν μέσω του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο ελεγχόταν από Έλληνες.Μετά από πολύχρονες προσπάθειες πέτυχαν, το 1870, την αναγνώριση από την οθωμανική διοίκηση της αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας, της Εξαρχίας. Μάλιστα, προβλεπόταν ότι, αν τα δύο τρίτα των ορθόδοξων κατοίκων μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας επιθυμούσαν να υπαχθούν στην Εξαρχία, τότε η περιφέρεια εντασσόταν σ’ αυτή και όχι στο Πατριαρχείο. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν αναγνωρίστηκαν από το Πατριαρχείο και προκάλεσαν ένταση στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Παράλληλα, οι Βούλγαροι στήριξαν πολλές ελπίδες στη Ρωσία. Πράγματι, μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο των ετών 1877-1878 η νικήτρια Ρωσία επιχείρησε να δημιουργήσει μια Μεγάλη Βουλγαρία (συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, 1878). Οι αντιδράσεις, ωστόσο, της Αγγλίας και της Γερμανίας οδήγησαν στη δημιουργία ενός εδαφικά περιορισμένου αυτόνομου βουλγαρικού κράτους (συνέδριο του Βερολίνου, 1878). Η Βουλγαρία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1908.Οι Ρουμάνοι κατοικούσαν στις βόρειες επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Μολδαβία, Βλαχία) και διεκδικούσαν από τα μέσα του 19ου αιώνα, την εθνική τους ανεξαρτησία. Σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε το ότι, στα 1858-1859, οι δύο ηγεμονίες απέκτησαν κοινούς νόμους και ένοπλες δυνάμεις και εξέλεξαν τον ίδιο ηγεμόνα, τον Αλέξανδρο Κούζα. Αργότερα, ο Κούζα ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από τον Κάρολο Α‘, ο οποίος συμμάχησε με τη Ρωσία και κήρυξε την ανεξαρτησία της Ρουμανίας, που αναγνωρίστηκε επίσημα από το συνέδριο του Βερολίνου (1878).Τέλος, οι Μαυροβούνιοι ίδρυσαν και αυτοί ανεξάρτητο κράτος το 1878, με βάση τις αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου.



Ούτε η Γερμανία της εποχής είναι ακόμη ενωμένη. Διαιρεμένοι σε βασίλεια με μεγαλύτερο αυτό της Πρωσίας, οι Γερμανοί συζητούν χλιαρά την ιδέα της Ένωσης επηρεασμένοι από τις ιδέες του Ρομαντισμού και του Παγγερμανισμού όπου βάση αποτελούν η γλώσσα και η μυστικιστική μυθολογία και όχι η ιδεολογία και η συνείδηση (σε αντίθεση με τους Ιταλούς). Οι Γερμανοί θα βγουν στους δρόμους για να δουν τους βασιλείς των κρατιδίων (Ανόβερο, Αμβούργο, Βαυαρία, Σαξονία) να υποχωρούν και τον βασιλιά Φρειδερίκο-Γουλιέλμο Χοεντσόλερν να παραχωρεί Σύνταγμα. Ενώ όλα οδεύουν προς την Ένωση και αποφασίζεται συγκρότηση Συντακτικής Βουλής, οι διαθέσεις αλλάζουν: η Βουλή αυτή αποτελείται από φιλελεύθερους διανοούμενους αστούς και έρχεται σε αντίθεση με το γερμανικό απολυταρχικό πνεύμα. Έτσι, αντί για Ένωση, οι Γερμανοί συγκροτούν Ομοσπονδία και διορίζεται Κυβέρνηση για το νεογέννητο Β΄ Ράιχ. Στόχος πλέον είναι η ενσωμάτωση όλων των εδαφών όπου κατοικούν Γερμανοί, ο πλήρης επεκτατισμός. Το τελευταίο νέο πανικοβάλλει τους Αυστριακούς, οι οποίοι αγωνίζονται να κρατηθούν σε πολλαπλά μέτωπα: πόλεμος με τους Ιταλούς στο νότο, απόσχιση των Ούγγρων και των Σλάβων, απειλές από τους Γερμανούς, υφέρπουσα κρίση στις σχέσεις με τη Ρωσία. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και φωνές διαμαρτυρίας από το εσωτερικό του στρατεύματος. Κι όμως: ενώ όλα δείχνουν ότι το γαλλικό 1848 θα σαρώσει ριζικά την Ευρώπη και ότι η Αυστρία θα σβηστεί από το χάρτη, σπουδαία γεγονότα και σημαντικές εκπλήξεις θα ανατρέψουν το σκηνικό.Το 1815 ιδρύθηκε, με τη μορφή χαλαρής ένωσης, η Γερμανική Συνομοσπονδία (βλέπε χάρτη στην επόμενη σελίδα). Ακολούθησε, το 1834, με πρωτοβουλία της Πρωσίας, η γερμανική τελωνειακή ένωση, που ενοποίησε οικονομικά ένα μεγάλο τμήμα του γερμανικού χώρου, αποκλείοντας, ωστόσο, την Αυστρία, τον μεγάλο ανταγωνιστή της Πρωσίας. Δημιουργήθηκε, έτσι, μια ισχυρή οικονομική βάση στην οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί η ενοποίηση. Η ανάδειξη του Όττο φον Μπίσμαρκ ως καγκελάριου (πρωθυπουργού) της Πρωσίας επιτάχυνε τις εξελίξεις. Θέτοντας ως ζήτημα άμεσης προτεραιότητας τη γερμανική ενοποίηση υπό πρωσική ηγεμονία, ο Μπίσμαρκ επιδίωξε τη σύγκρουση με την Αυστρία. Πράγματι, το 1866 τα πρωσικά στρατεύματα συνέτριψαν τους Αυστριακούς. Τότε ιδρύθηκε η Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία, στην οποία δέσποζε η Πρωσία. Τα ανεξάρτητα γερμανικά κρατίδια συμφώνησαν ότι, σε περίπτωση πολέμου, οι στρατοί τους θα διοικούνταν από τον βασιλιά της Πρωσίας. Εκτιμώντας ότι ένας πόλεμος στον οποίο θα συμμετείχαν όλοι οι Γερμανοί θα σφυρηλατούσε την εθνική τους ενότητα, ο Μπίσμαρκ προκάλεσε σύγκρουση με τη Γαλλία (1870). Στις αρχές του 1871 και ενώ οι γερμανικές δυνάμεις πολιορκούσαν το Παρίσι, οι Γερμανοί ηγεμόνες ανακήρυξαν αυτοκράτορα της Γερμανίας τον βασιλιά της Πρωσίας, γεγονός που σήμανε τη δημιουργία ενός ενιαίου γερμανικού κράτους και επισφραγίστηκε με την επικράτηση επί της Γαλλίας.


Η ενοποίηση της Ιταλίας (1861-1870) Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, στην ιταλική χερσόνησο υπήρχαν πολλά διαφορετικά κράτη. Από αυτά, το μοναδικό στο οποίο βασίλευε Ιταλός μονάρχης ήταν το βασίλειο του Πεδεμοντίου (σημερινή ΒΔ Ιταλία) και της Σαρδηνίας. Σε αυτό βασίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, και η προσπάθεια ενοποίησης. Ένα δεύτερο ρεύμα, φιλελεύθερης έμπνευσης, έχει ως εισηγητές τον Μάσιμο ντ’ Ατζέλιο και μια μικρή ομάδα συγκεντρωμένη γύρω από την εφημερίδα Il Risorgimento, που ιδρύθηκε από τον Καβούρ στο Τορίνο το 1847. Ανταποκρίνεται στις επιθυμίες της βιομηχανικής και εμπορικής αστικής τάξης του βορρά και βλέπει σε μια Ιταλία ενωμένη υπό συνταγματική μοναρχία το μέσο για την ικανοποίηση τόσο των πατριωτικών αισθημάτων όσο και των οικονομικών συμφερόντων της. Τέλος, ένα ρεύμα δημοκρατικών ενσαρκώνεται στο ιδεολογικό και «ρομαντικό» σχέδιο του Ματσίνι και των νέων επαναστατών που συσπειρώνονται στους κόλπους του κινήματος «Νέα Ιταλία». Βρίσκουν αρκετά μεγάλο ακροατήριο στους κύκλους της μικρής και της μεσαίας αστικής τάξης –που θα προσφέρουν τη μεγάλη μάζα των αγωνιστών της ιταλικής επανάστασης [...]– και ζητούν τη δημιουργία μιας ενιαίας δημοκρατίας, στηριγμένης στον «λαό», για τον οποίο έχουν μια πολύ εξιδανικευμένη εικόνα. Πρωτεργάτες υπήρξαν ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Β’ και ο μετριοπαθής φιλελεύθερος πρωθυπουργός Καμίλο Καβούρ. Παράλληλα, ο πολιτικός Τζουζέπε Ματσίνι ίδρυσε το κίνημα Νέα Ιταλία με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου και δημοκρατικού ιταλικού κράτους. Στα 1859-1860 το Πεδεμόντιο απέσπασε από την Αυστρία περιοχές της βόρειας Ιταλίας, ενώ ο Ιταλός επαναστάτης Τζουζέπε Γκαριμπάλντι κήρυξε την επανάσταση στη νότια Ιταλία και την ένωση αυτών των περιοχών με το Πεδεμόντιο. Έτσι, το 1861 σχηματίστηκε το ενιαίο βασίλειο της Ιταλίας, που ως το 1870 είχε λάβει την εδαφική μορφή που έχει σήμερα η Ιταλία.



Ενώ η Γαλλία και η Αυστρία αποτελούν παραδοσιακές δυνάμεις και μεγάλα βασίλεια, η ιταλική χερσόνησος είναι διαιρεμένη σε πολλά μικρά κρατίδια. Στο βορρά δεσπόζει το Πεδεμόντιο το οποίο με κέντρο το βιομηχανικό Τορίνο αποτελεί τον πυρήνα του ξεσπάσματος ενός κινήματος που έμεινε στην Ιστορία ως «Ριζορτζιμέντο»: τη Μεγάλη Ιδέα της χώρας. Πλην του Πιεμόντε, όλη σχεδόν η βόρεια Ιταλία τελεί υπό αυστριακή κατάληψη. Στο κέντρο, υπάρχει το παπικό κράτος όπου δεσπόζει η μορφή του πάπα Πίου Η΄, ο οποίος με τα κηρύγματά του επηρεάζει του γείτονες ευγενείς της Εμίλια και της Ρομάνια, των κρατιδίων κατά μήκος του Πάδου. Ανάμεσα σε αυτούς κυριαρχεί το Δουκάτο της Τοσκάνης με κέντρο τη Φλωρεντία, έρμαιο ανάμεσα στις διαθέσεις του πάπα και των Γάλλων βασιλιάδων. Τέλος, στο νότο, υπάρχει το μεγάλο Βασίλειο της Νάπολης, το οποίο άγεται και φέρεται πότε από Γάλλους και πότε από Ισπανούς. Βορράς και Νότος θα δώσουν το έναυσμα: σχεδόν ταυτόχρονα θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις στο Πεδεμόντιο και στη Νάπολη. Οι Πιεμοντέζοι ζητούν αυτονομία για όλο το Βορρά και ενοποίηση της Ιταλίας εκδιώκοντας προσωρινά τον αυστριακό στρατό. Δημιουργείται η βραχύβια «Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου» με κέντρο τη Βενετία, ενώ αντιαυστριακές φωνές ακούγονται πλέον και στα Επτάνησα. Ο Μέτερνιχ θα προσπαθήσει να αντιδράσει αλλά θα τον προλάβουν οι εξελίξεις, οι οποίες πλέον καλπάζουν: ο βασιλιάς της Νάπολης θα παραχωρήσει Σύνταγμα «αλά 1789» για να γλυτώσει την εκθρόνιση, ο πάπας και ο δούκας της Τοσκάνης τον ακολουθούν παρασύροντας έτσι και τον Αλβέρτο του Πεδεμοντίου. Ο τελευταίος ετοιμάζεται για ένοπλη σύγκρουση με την Αυστρία έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει και τα οδοφράγματα στην πρωτεύουσά του. Το χάος συνεχίζεται αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που έχει προκληθεί στο εσωτερικό της Γερμανίας.





Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΟΟΥΓΓΑΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΑΙΩΝΑ (ένα μάθημα νεώτερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας για τις επόμενες τάξεις του Λυκείου)

Η κινητοποίηση στη Γαλλία του 1848 είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στο εσωτερικό της Ευρώπης, το χαρακτηριστικό των οποίων ήταν ο εθνικός χαρακτήρας. Η μεγαλύτερη δύναμη της εποχής, η Αυστροουγγαρία, είδε τους φοιτητές και τους εργάτες να στήνουν οδοφράγματα στους δρόμους της Βιέννης και να ζητούν δημοκρατικότερη διακυβέρνηση. Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος-Φερδινάνδος εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να ξεφορτωθεί τον Μέτερνιχ -η επιρροή του οποίου είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη για το θρόνο- και να υποσχεθεί στο λαό σύνταγμα, ελευθερία του τύπου και του συνέρχεσθαι καθώς και πολιτοφυλακή αστών. Τα μέτρα του αρχιδούκα δεν θα ικανοποιήσουν τους εξεγερμένους, στους οποίους έχουν τώρα προστεθεί και οι μειονότητες της αυτοκρατορίας με πρωτοστατούσα αυτή των Ούγγρων. Τα οδοφράγματα δεν θα αργήσουν τελικά να εξωθήσουν τον Φραγκίσκο-Φερδινάνδο σε παραίτηση και να οδηγήσουν στη σύγκλιση Κοινοβουλίου. Κερδισμένοι της υπόθεσης είναι οι Ούγγροι που κερδίζουν την ανεξαρτησία τους σταδιακά και συγκροτούν μια νέα χώρα με δικό της σύνταγμα, αυτοδιοίκηση και νόμισμα. Οι τελευταίοι δεν φαίνεται να διδάχτηκαν πολλά από την πρόσφατη περιπέτειά τους: φιλοδοξώντας να διαδραματίσουν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, αρνούνται την ελευθερία στα εκατομμύρια των Σλάβων που ζουν στην ουγγρική επικράτεια. Οι Σλάβοι (Τσέχοι, Σλοβάκοι, Σλοβένοι, Κροάτες, Σέρβοι) θα ξεσηκωθούν και θα πετύχουν να τους παραχωρηθεί αυτοδιοίκηση, ενώ θα καταφέρουν να πιέσουν τις καταστάσεις και μέσα στο αυστριακό κοινοβούλιο, στο οποίο, των Ούγγρων απόντων, διαθέτουν την πλειοψηφία. Μέσα σε λίγους μήνες, η κραταιά Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία δείχνει να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, δεδομένου ότι τα εκατομμύρια των Σλάβων ήδη στρέφουν τα βλέμματά τους προς τη Ρωσία.

Το επαναστατικό πνεύμα επηρεάζει σαφώς και την Ιταλία. Ενώ η Γαλλία και η Αυστρία αποτελούν παραδοσιακές δυνάμεις και μεγάλα βασίλεια, η ιταλική χερσόνησος είναι διαιρεμένη σε πολλά μικρά κρατίδια. Στο βορρά δεσπόζει το Πεδεμόντιο το οποίο με κέντρο το βιομηχανικό Τορίνο αποτελεί τον πυρήνα του ξεσπάσματος ενός κινήματος που έμεινε στην Ιστορία ως «Ριζορτζιμέντο»: τη Μεγάλη Ιδέα της χώρας. Πλην του Πιεμόντε, όλη σχεδόν η βόρεια Ιταλία τελεί υπό αυστριακή κατάληψη. Στο κέντρο, υπάρχει το παπικό κράτος όπου δεσπόζει η μορφή του πάπα Πίου Η΄, ο οποίος με τα κηρύγματά του επηρεάζει του γείτονες ευγενείς της Εμίλια και της Ρομάνια, των κρατιδίων κατά μήκος του Πάδου. Ανάμεσα σε αυτούς κυριαρχεί το Δουκάτο της Τοσκάνης με κέντρο τη Φλωρεντία, έρμαιο ανάμεσα στις διαθέσεις του πάπα και των Γάλλων βασιλιάδων. Τέλος, στο νότο, υπάρχει το μεγάλο Βασίλειο της Νάπολης, το οποίο άγεται και φέρεται πότε από Γάλλους και πότε από Ισπανούς. Βορράς και Νότος θα δώσουν το έναυσμα: σχεδόν ταυτόχρονα θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις στο Πεδεμόντιο και στη Νάπολη. Οι Πιεμοντέζοι ζητούν αυτονομία για όλο το Βορρά και ενοποίηση της Ιταλίας εκδιώκοντας προσωρινά τον αυστριακό στρατό. Δημιουργείται η βραχύβια «Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου» με κέντρο τη Βενετία, ενώ αντιαυστριακές φωνές ακούγονται πλέον και στα Επτάνησα. Ο Μέτερνιχ θα προσπαθήσει να αντιδράσει αλλά θα τον προλάβουν οι εξελίξεις, οι οποίες πλέον καλπάζουν: ο βασιλιάς της Νάπολης θα παραχωρήσει Σύνταγμα «αλά 1789» για να γλυτώσει την εκθρόνιση, ο πάπας και ο δούκας της Τοσκάνης τον ακολουθούν παρασύροντας έτσι και τον Αλβέρτο του Πεδεμοντίου. Ο τελευταίος ετοιμάζεται για ένοπλη σύγκρουση με την Αυστρία έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει και τα οδοφράγματα στην πρωτεύουσά του. Το χάος συνεχίζεται αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που έχει προκληθεί στο εσωτερικό της Γερμανίας.

Ούτε η Γερμανία της εποχής είναι ακόμη ενωμένη. Διαιρεμένοι σε βασίλεια με μεγαλύτερο αυτό της Πρωσίας, οι Γερμανοί συζητούν χλιαρά την ιδέα της Ένωσης επηρεασμένοι από τις ιδέες του Ρομαντισμού και του Παγγερμανισμού όπου βάση αποτελούν η γλώσσα και η μυστικιστική μυθολογία και όχι η ιδεολογία και η συνείδηση (σε αντίθεση με τους Ιταλούς). Οι Γερμανοί θα βγουν στους δρόμους για να δουν τους βασιλείς των κρατιδίων (Ανόβερο, Αμβούργο, Βαυαρία, Σαξονία) να υποχωρούν και τον βασιλιά Φρειδερίκο-Γουλιέλμο Χοεντσόλερν να παραχωρεί Σύνταγμα. Ενώ όλα οδεύουν προς την Ένωση και αποφασίζεται συγκρότηση Συντακτικής Βουλής, οι διαθέσεις αλλάζουν: η Βουλή αυτή αποτελείται από φιλελεύθερους διανοούμενους αστούς και έρχεται σε αντίθεση με το γερμανικό απολυταρχικό πνεύμα. Έτσι, αντί για Ένωση, οι Γερμανοί συγκροτούν Ομοσπονδία και διορίζεται Κυβέρνηση για το νεογέννητο Β΄ Ράιχ. Στόχος πλέον είναι η ενσωμάτωση όλων των εδαφών όπου κατοικούν Γερμανοί, ο πλήρης επεκτατισμός. Το τελευταίο νέο πανικοβάλλει τους Αυστριακούς, οι οποίοι αγωνίζονται να κρατηθούν σε πολλαπλά μέτωπα: πόλεμος με τους Ιταλούς στο νότο, απόσχιση των Ούγγρων και των Σλάβων, απειλές από τους Γερμανούς, υφέρπουσα κρίση στις σχέσεις με τη Ρωσία. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και φωνές διαμαρτυρίας από το εσωτερικό του στρατεύματος. Κι όμως: ενώ όλα δείχνουν ότι το γαλλικό 1848 θα σαρώσει ριζικά την Ευρώπη και ότι η Αυστρία θα σβηστεί από το χάρτη, σπουδαία γεγονότα και σημαντικές εκπλήξεις θα ανατρέψουν το σκηνικό.




ΠΩΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ (ένα μάθημα κατανόησης της νεώτερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας λίγο πριν τους παγκοσμίους πολέμους)

Σύμφωνα με το άρθρο 19 του αυστροουγγρικού συντάγματος: «Όλες οι φυλές της αυτοκρατορίας έχουν ίσα δικαιώματα και κάθε φυλή έχει ένα απαραβίαστο δικαίωμα στη διατήρηση και χρήση της δικής της εθνικότητας και γλώσσας. Η ισότητα όλων των εθιμικών γλωσσών (landesübliche Sprache) στο σχολείο, το γραφείο και τη δημόσια ζωή, αναγνωρίζεται από το κράτος. Στα εδάφη όπου διάφορες φυλές είναι αναμεμειγμένες, οι δημόσιοι και μορφωτικοί θεσμοί θα κανονίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε χωρίς να είναι απαραίτητη η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας της χώρας (Landessprache), κάθε μία από τις φυλές να απολαμβάνει των απαραίτητων μέσων για μόρφωση στη δική της γλώσσα.»
Η εφαρμογή αυτού του κανόνα οδήγησε σε αρκετές διαμάχες, καθώς όλα εξαρτώνταν από το ποια είναι η εθιμική ή landesüblich γλώσσα σε κάθε περιοχή. Οι Γερμανοί, η παραδοσιακή γραφειοκρατική, κεφαλαιοκρατική και πολιτισμική ελίτ, απαιτούσαν την αναγνώριση των γερμανικών ως εθιμικής γλώσσας σε όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας. Ενώ τα ιταλικά θεωρούνταν μια παλιά, πολιτισμική γλώσσα (Kultursprache) από τους γερμανόφωνους διανοούμενους και πάντα της αναγνωρίζονταν ίσα δικαιώματα ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας, οι Γερμανοί δεν ήθελαν να αποδεχτούν τις σλαβικές γλώσσες ως ισότιμες των γερμανικών. Ο ίδιος ο Φραγκίσκος Ιωσήφ είχε πλήρη επίγνωση του ότι κυβερνούσε μία πολυεθνική αυτοκρατορία και μιλούσε γερμανικά, ουγγρικά, τσεχικά, πολωνικά και ιταλικά.

Παρ’ όλα αυτά, τα επόμενα χρόνια πραγματοποιήθηκε η χειραφέτηση πολλών γλωσσών τουλάχιστον στο τμήμα της Αυτοκρατορίας που ήταν γνωστό ως Κισλεϊθανία (Cisleithania, οι «εντεύθεν του ποταμού Λάιτα χώρες», δηλαδή το «αυστριακό» τμήμα της Αυτοκρατορίας). Με μια σειρά νόμων από το 1867 και μετά, η κροατική γλώσσα αναγνωρίστηκε ως ισότιμη των ιταλικών στη Δαλματία. Από το 1882 οι Σλοβένοι είχαν την πλειοψηφία στη δίαιτα της Καρνιόλας και στην πρωτεύουσα Λάιμπαχ (Λιουμπλιάνα), και αντικατέστησαν τα γερμανικά με τα σλοβενικά ως επίσημη γλώσσα. Τα πολωνικά αντικατέστησαν τα γερμανικά το 1869 στη Γαλικία ως γλώσσα της κυβέρνησης. Οι ίδιοι οι Πολωνοί μεροληπτούσαν σε βάρος της ουκρανικής μειονότητας και τα ουκρανικά δεν έγιναν ποτέ επίσημη γλώσσα. Οι πιο έντονες γλωσσικές διαμάχες έλαβαν χώρα στη Βοημία και Μοραβία, όπου οι Τσέχοι ήθελαν να καθιερώσουν τη γλώσσα τους ακόμα και στις γερμανόφωνες περιοχές της «Σουδητίας» (γερμ.Sudetenland, η ονομασία είναι μεταγενέστερη). Οι γερμανόφωνοι έχασαν την πλειοψηφία στη βοημική δίαιτα το 1880 καθώς και στην Πράγα και το Πίλσεν (αν και κατάφεραν να διατηρήσουν την πλειοψηφία στο Μπρνο και βρέθηκαν στην πρωτοφανή για Γερμανούς θέση της μειονότητας. Έτσι, το Καρολιανό Πανεπιστήμιο της Πράγας χωρίστηκε το 1882 σε γερμανικό και τσεχικό τμήμα.

Συγχρόνως, οι Μαγυάροι αντιμετώπιζαν προκλήσεις από τους Ρουμάνους στην Τρανσυλβανία και στο ανατολικό Βανάτο, τους Σλοβάκους στη σημερινή Σλοβακία και τους Σέρβους και Κροάτες στη σημερινή Δαλματία και Κροατία, στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, καθώς και στη Βοϊβοντίνα. Οι Ρουμάνοι και οι Σέρβοι επίσης επιθυμούσαν την ένωση με τους ομοεθνείς τους. Παρότι οι ηγέτες της Ουγγαρίας ήταν πιο απρόθυμοι από τους Αυστριακούς στο να μοιραστούν την εξουσία με τις μειονότητες, παραχώρησαν σημαντικό βαθμό αυτονομίας στο βασίλειο της Κροατίας το 1868.Τον Ιανουάριο του 1907, όλα τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία στο σλοβακικό τμήμα της Ουγγαρίας αναγκάστηκαν να διδάσκουν στο εξής μόνο στα ουγγρικά, ενώ κάηκαν πολλά σλοβακικά βιβλία και εφημερίδες.

Η θέση των Εβραίων στο βασίλειο, που το 1914 ήταν περίπου δύο εκατομμύρια, ήταν ιδιόμορφη. Όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, υπήρχαν αντισημιτικά κόμματα και κινήματα, αλλά η Βιέννη δεν πραγματοποίησε πογκρόμ ούτε εφάρμοσε κάποια επίσημη αντισημιτική πολιτική. Η πλειοψηφία των Εβραίων ζούσε στις αγροτικές περιοχές της Ουγγαρίας, της Βοημίας και της σημερινής νότιας Πολωνίας, παρότι υπήρχαν σημαντικές κοινότητες στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, την Πράγα και άλλες μεγάλες πόλεις.

(στο μάθημα θα σχολιάσουμε τη σταδιακή διαμόρφωση του αντισημιτισμού στη γερμανική κουλτούρα)

Νίκος Ξένιος